Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Συναισθηματική νοημοσύνη


Ο εκπαιδευτικός είναι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι υπεύθυνος όχι μόνο για τη διανοητική ανάπτυξη των μαθητών του αλλά και για τη συναισθηματική υποστήριξή τους. Ο τρόπος που ο εκπαιδευτικός χειρίζεται τα συναισθήματα τα δικά του και των άλλων, η καλή και ισορροπημένη ψυχολογική και συναισθηματική του κατάσταση, βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με τη διαμόρφωση ενός ισορροπημένου παιδαγωγικού κλίματος μέσα στην τάξη του.
     Τα μηνύματα που εκπέμπει ο εκπαιδευτικός την ώρα της διδασκαλίας επηρεάζουν την ποιότητα της μάθησης καθώς και την επικοινωνία με τους μαθητές. Ένας εκπαιδευτικός με αυτοέλεγχο, ηρεμία και υπομονή ξέρει να διαχειρίζεται με ψυχραιμία τις προβληματικές καταστάσεις που προκύπτουν και μπορεί να μεταδώσει αυτήν την ηρεμία και στην τάξη του. Όταν ο ίδιος δεν είναι επικριτικός και επιθετικός, όταν δεν μεταδίδει το άγχος και τις φοβίες του, βοηθάει στο να μειωθούν οι συγκρούσεις και οι εντάσεις μεταξύ των μαθητών του και τους μαθαίνει να αντιδρούν με σύνεση και υπομονή. 
     Ένας εκπαιδευτικός με ισορροπημένη συναισθηματική νοημοσύνη είναι αμερόληπτος, προοδευτικός και αποδέχεται τους μαθητές του όπως είναι, με τα θετικά και τα αρνητικά τους. Είναι δίκαιος και δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους ακόμα και στους πιο αδύναμους μαθητές. Δεν ξεχωρίζει τους ικανούς απ΄τους αδύνατους, καταλαβαίνει τις μαθησιακές τους δυσκολίες, τους δίνει το χρόνο που χρειάζονται προκειμένου να γίνει κατανοητή η διδασκαλία του, επιβραβεύει κάθε τους προσπάθεια και τονώνει την αυτοπεποίθησή τους. Με αυτόν τον τρόπο οι αδύναμοι μαθητές θα νιώσουν ικανοί, παραγωγικοί, θα βγουν από το περιθώριο, θα τονωθεί η ψυχική τους υγεία και θα γίνουν αποδεκτοί από το σχολικό περιβάλλον.
     Επιπλέον ο εκπαιδευτικός που είναι ειλικρινής, έχει αναπτυγμένη την αίσθηση του χιούμορ και είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του, γίνεται πιο εύκολα αγαπητός από τους μαθητές του, τον νιώθουν φίλο και συμπαραστάτη τους και τους βοηθάει στο να λειτουργήσουν καλύτερα στο μαθησιακό περιβάλλον, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως μπορούν να ξεπεράσουν τα όρια που υπάρχουν μεταξύ δασκάλου και μαθητή. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να προσέξει ο εκπαιδευτικός και να χειριστεί σωστά, έτσι ώστε το επιθυμητό αποτέλεσμα να είναι η δημιουργική συνεργασία μεταξύ τους και όχι η ισοπέδωση και η εξίσωση των ρόλων.
     Η ενσυναίσθηση είναι ένα χαρακτηριστικό που πρέπει να έχει ο εκπαιδευτικός προκειμένου να διατηρεί καλές σχέσεις με τους μαθητές του. Πρέπει να κατανοεί τα συναισθήματά τους, να μπαίνει στη θέση τους, να συμπαραστέκεται στα σχολικά και προσωπικά τους προβλήματα και να τους συμβουλεύει. Όταν ο μαθητής εισπράττει αυτό το ενδιαφέρον, νιώθει τη συναισθηματική στήριξη που του προσφέρεται και την προσπάθεια να βρεθεί μια λύση, τότε και ο ίδιος αρχίζει να νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια, νιώθει αποδεκτός, μαθαίνει να αποδέχεται τον εαυτό του και τους άλλους και αρχίζει να εμπιστεύεται το δάσκαλό του, πράγμα που τον βοηθάει και στη μαθησιακή του ανάπτυξη. Γιατί μέσα από τη συναισθηματική στήριξη ο μαθητής μπορεί να αναπτύξει σωστά τις μαθησιακές του ικανότητες, να γεμίσει αυτοπεποίθηση και ενθουσιασμό για συμμετοχή.
     Η σχέση εκπαιδευτικού - μαθητή είναι μια σχέση επικοινωνίας, μια ανταλλαγή συναισθημάτων όπως επιβράβευση, επίπληξη, αποδοχή, απόρριψη, επιβεβαίωση, νουθεσία, που επιδρούν θετικά ή αρνητικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του μαθητή. Γι΄αυτό ο εκπαιδευτικός πρέπει να βρίσκεται σε συναισθηματική ισορροπία, να έχει αυτοέλεγχο και αυτοπεποίθηση, κίνητρα και διάθεση για προσφορά και αλλαγή προς το καλύτερο, τα οποία θα μεταδώσει και στους μαθητές του.
     Για να κατορθώσει όμως ο εκπαιδευτικός να βρει τη συναισθηματική ισορροπία που χρειάζεται, πρέπει να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια από τη μεριά του. Χρειάζεται υπομονή και θέληση για να μάθει να ελέγχει τα συναισθήματά του προς τους άλλους, να μάθει να έχει δηλαδή αυτοέλεγχο, εσωτερική ηρεμία και να είναι προσεχτικός στις αντιδράσεις του προς τους μαθητές του, διότι μια επιθετική συμπεριφορά του μπορεί να έχει δυσμενή αποτελέσματα στην ψυχική τους υγεία. Για να βελτιωθεί λοιπόν πρώτα η δική του ψυχική και συναισθηματική υγεία, πρέπει να παρακολουθήσει ίσως κάποια σεμινάρια που διοργανώνονται γι΄αυτό το σκοπό ή μόνος του να αναζητήσει κάποιες στιγμές ηρεμίας, όπου θα διώξει από το μυαλό του κάθε δυσάρεστη σκέψη, θα αποφορτιστεί από τα καθημερινά προβλήματα και θα βρει τη γαλήνη που χρειάζεται. Έτσι, με καθαρό μυαλό θα μπορεί να έχει αυτοσυγκράτηση και να χειριστεί τους μαθητές του με τον παιδαγωγικά επιθυμητό τρόπο.
      Επίσης, καλό θα είναι ο εκπαιδευτικός να μάθει να διαχειρίζεται σωστά το χρόνο του, να οργανώνει τη διδασκαλία του, να βάζει προτεραιότητες στο τι πρέπει να γίνει άμεσα και τι όχι, προκειμένου να αποφύγει καταστάσεις που θα του δημιουργήσουν επιπλέον άγχος και κούραση.
     Όταν καταφέρει να αντιληφθεί πρώτα τα δικά του συναισθήματα, θα πρέπει να αναπτύξει και την ενσυναίσθησή του απέναντι στους μαθητές. Να αντιληφθεί δηλαδή τα συναισθήματά τους και να τους συμπαρασταθεί, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο και στη δική τους συναισθηματική ενδυνάμωση.
     Πέρα όμως από την ατομική προσπάθεια θα πρέπει να υπάρχει και η συνδρομή της Πολιτείας για την ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης των εκπαιδευτικών. Είναι απαραίτητο να αντιμετωπίσει καλύτερα κάποια εκπαιδευτικά θέματα, να φροντίσει για την συνεχή επιμόρφωση και την απόκτηση ικανοτήτων και δεξιοτήτων, να διοργανώσει βιωματικά σεμινάρια μέσα από τα οποία θα αποκτήσουν γνώσεις για τη συναισθηματική αντιμετώπιση των μαθητών τους. Επιπλέον θα μπορούσε η Πολιτεία να παρέχει περισσότερη διοικητική και παιδαγωγική αυτονομία στα σχολεία για να υπάρξει μεγαλύτερη ελευθερία στη δημιουργία από τον εκπαιδευτικό.

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Μαθησιακές δυσκολίες στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση




Η δυσλεξία, γνωστή τα τελευταία χρόνια ως «ειδική μαθησιακή δυσκολία στη γραφή και στην ανάγνωση», συνιστάται στην αδυναμία των μαθητών/ τριών να αποκτήσουν τις γλωσσικές ιδιότητες που σχετίζονται με την ανάγνωση, τη γραφή, την ορθογραφία και την επεξεργασία της πληροφορίας και την οποία δεν δικαιολογεί η ηλικία, οι εκπαιδευτικές ευκαιρίες και το νοητικό επίπεδο του παιδιού.
Τα κύρια συμπτώματα της μαθησιακής αυτής δυσκολίας είναι η αργή και με πολλά λάθη ανάγνωση, η δυσανάγνωστη γραφή και η υπερβολική και ασταθής ανορθογραφία, καθώς και η δυσκολία απόδοσης με συνεχή λόγο του περιεχομένου ενός κειμένου, ενώ ο προφορικός λόγος δεν επηρεάζεται αρνητικά από αυτήν. Ο δυσλεξικός μαθητής κουράζεται εύκολα από το διάβασμα και συχνά παρουσιάζει διάσπαση προσοχής. Είναι μια μαθησιακή δυσκολία που εξακολουθεί να προκαλεί διαφωνίες, αμφιβολίες και σύγχυση λόγω κυρίως της ελλιπούς γνώσης των αιτιών που τη δημιουργούν. Μια δυσκολία που δημιουργεί προβλήματα εκπαιδευτικά, ψυχολογικά και κοινωνικά επηρεάζοντας κάθε πλευρά της προσωπικότητας και της εξέλιξης του παιδιού.[1]
Η δυσλεξία δεν πρέπει να συγχέεται με τη δυσορθογραφία, η οποία είναι μαθησιακή δυσκολία που αφορά μόνο την ορθογραφία, ούτε με τη δυσγραφία που έχει να κάνει με την κακογραφία αλλά και τη δυσαρθρία που έχει σχέση με δυσκολίες άρθρωσης του λόγου.[2]
         Από διάφορες έρευνες γνωρίζουμε πως η δυσλεξία συναντάται συχνότερα στα αγόρια απ’ ότι στα κορίτσια και σε αναλογία 4 προς 1. 
Η αλλαγή σχολικής βαθμίδας αποτελεί για τους μαθητές μία δύσκολη διαδικασία, η οποία μάλιστα είναι δυσκολότερη, όταν γίνεται σε μικρή ηλικία, γιατί μεταβάλλεται η δομή και η λειτουργία του πλαισίου με το οποίο είχαν ήδη εξοικειωθεί οι μαθητές.
Οι νέες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι μαθητές στο γυμνάσιο όπως είναι αναμενόμενο λειτουργούν πιο πιεστικά για τους μαθητές, οι οποίοι αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες.

Ο δυσλεξικός μαθητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση


Στην εφηβεία οι δυσλεξικού μαθητές αποτελούν μια εξαιρετικά ανομοιογενή ομάδα. Σχεδόν κανένας τους δε μοιάζει με τον άλλον. Το μόνο κοινό χαρακτηριστικό τους είναι το δυσλεξικό του πρόβλημα. Κάθε δυσλεξικό παιδί μπαίνει στη θυελλώδη περίοδο της εφηβείας έχοντας ξεπεράσει άλλο λίγα, άλλο πολλά, άλλο τα βασικά και άλλο τα πιο ασυνήθιστα από τα πολυπληθή συμπτώματα της δυσλεξίας[1]. Τα περισσότερα δυσλεξικά παιδιά μπαίνουν στην εφηβεία έχοντας τη γεύση της σχολικής αποτυχίας και της απόρριψης, το συναίσθημα της ανασφάλειας, το φόβο για το αύριο και την επαγγελματική αποκατάσταση, το παράπονο πως η προσπάθειά τους σπάνια αμείβεται. Αλλά αφήνουν πίσω τους την παιδική ηλικία έχοντας καταλάβει και δεχτεί το πρόβλημά τους. Έρχονται στο γυμνάσιο με ενθουσιασμό και αισιοδοξία για να διαπιστώσουν σύντομα πως αδυνατούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις και τις προσδοκίες του καθηγητή, στις διδακτικές του μεθόδους, στην ακαμψία των εκπαιδευτικών τεχνικών και στρατηγικών του.[2]
Μερικές φορές όμως συμβαίνει η δυσλεξία να εκδηλώνεται στην εφηβεία, αφού ο μαθητής πέρασε από το δημοτικό χωρίς προβλήματα. Έχει συμβεί δηλαδή το φαινόμενο να εκδηλώνεται δυσλεξία για πρώτη φορά στη Β’ ή Γ’ γυμνασίου. Αυτό μπορεί να οφείλεται κυρίως στην προσθήκη δεύτερης γλώσσας, όταν αρχίζει η διδασκαλία μιας δεύτερης γλώσσας, υπάρχει πιθανότητα να εμφανιστούν επιπρόσθετες δυσκολίες στην επεξεργασία των γλωσσικών πληροφοριών.
Η δυσλεξία πλήττει ιδιαίτερα την αυτοεκτίμηση των δυσλεξικών μαθητών γιατί συναισθάνονται άμεσα τη δυσκολία τους να ανταποκριθούν ικανοποιητικά, όπως οι άλλοι συμμαθητές τους, στις μαθησιακές απαιτήσεις. Επομένως, είναι αναγκαίο να τους παρασχεθεί ψυχοσυναισθηματική στήριξη, ενίσχυση, ενθάρρυνση και διακριτική εξατομικευμένη διδακτική καθοδήγηση. 



[1] Πολυχρονοπούλου, Σταυρούλα (1990). Ο δυσλεξικός έφηβος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων – ΥΠΕΠΘ – Εδική Γραμματεία Ειδικής Αγωγής, σ.σ. 6-7.
[2] Μάρκου, Σπύρος (1996). Δυσλεξία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 150.




[1] Υπουργείο Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων, Δ/νση Σπουδών Δ/θμιας Εκπαίδευσης, Δ/νση Σπουδών Π/θμιας Εκπαίδευσης, Δ/νση Ειδικής Αγωγής (2000). Τρόπος εξέτασης δυσλεξικών μαθητών/τριών. Αθήνα, §1. http://jmk.su.se/global99/access/dyslexia/meddysl.html

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

Νταηλίκι:τι συμβαίνει;

Νταηλίκι:τι συμβαίνει;


  Το bullying (εκφοβισμός) είναι μια επιθετική συμπεριφορά (σωματική, λεκτική, ψυχολογική και κοινωνική ), που εκδηλώνεται σκόπιμα, απρόκλητα και επαναλαμβανόμενα στο σχολείο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με σκοπό τον σωματικό και ψυχικό πόνο του ατόμου που την υφίσταται.

   Ο θύτης (αυτός που ασκεί τον εκφοβισμό) νιώθει ανώτερος από τους άλλους και αισθάνεται ότι έχει ισχύ και εξουσία. Επιδιώκει να γίνει, μέσω του εκφοβισμού, δημοφιλής και για να τραβήξει την προσοχή των υπολοίπων γίνεται επιθετικός απέναντι στο κοινωνικό του περιβάλλον. Απ΄ την άλλη, τα θύματα (τα άτομα που εκφοβίζονται) έχουν μια ανασφαλή προσωπικότητα, τείνουν να είναι πιο ήσυχα και ευαίσθητα από τα υπόλοιπα παιδιά, έχουν έλλειψη αυτοπεποίθησης και έτσι γίνονται αυτόματα τα "τέλεια θύματα" για τους θύτες.

   Μια περίπτωση εκφοβισμού στο πλαίσιο ενός σχολείου είναι όταν ένας μαθητής μεγαλύτερης ηλικίας (ΣΤ' τάξη) απειλεί έναν μαθητή μικρότερης ηλικίας (Δ' τάξη) ότι θα τον δείρει και θα τον χτυπήσει στο τέλος του σχολικού προγράμματος και έξω απ' το σχολείο, εάν δεν συμμορφώνεται και δεν κινείται σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες. Συγκεκριμένα, στα διαλείμματα ο θύτης απειλεί τον μαθητή της Δ' πως αν δεν παίξει μπάλα όπως αυτός θέλει και δεν ακολουθήσει τους κανόνες που αυτός έχει θέσει μέσα στο παιχνίδι, στο τέλος θα μετανιώσει για όλη την συμπεριφορά που έχει δείξει. Ταυτόχρονα, τον "στολίζει" με διάφορα επίθετα που προσβάλουν τον μικρό μαθητή και τον κάνουν να νιώθει ντροπή μπροστά στους υπόλοιπους.

   Το παιδί αυτό, είναι ένα αδύνατο παιδί, μικρότερης ηλικίας, που δεν αντιμιλάει και αυτό δίνει στον θύτη του περισσότερη εξουσία και θάρρος να κάνει αυτό που κάνει. Είναι ήσυχο στα διαλείμματα, κάνει παρέα με παιδιά της τάξης του και φαίνεται ευαίσθητο. Ο θύτης, ο οποίος είναι μεγαλύτερης ηλικίας, πέραν από τις λεκτικές απειλές σπρώχνει και μετά σφίγγει στην αγκαλιά του το κεφάλι του θύματος, εκτός σχολείου για να του υπενθυμίσει πως πρέπει να συμπεριφέρεται. Το θύμα δεν αντιδράει και λέει μόνο ένα "μη με πειράζεις" τρομαγμένα, αισθανόμενο ντροπή στους υπόλοιπους που κοιτάνε για ότι του συμβαίνει. Πρόκειται για μια κλασική μορφή bullying στο πλαίσιο της σχολικής πραγματικότητας.

   Τα περισσότερα παιδιά φοβούνται να μιλήσουν για τέτοιου είδους γεγονότα και αυτό αποτελεί ένα πρόβλημα. Νιώθουν ενοχή και ντροπή και θεωρούν πως θα τιμωρηθούν επιπλέον ή δεν θα τους βοηθήσουν, εάν το ομολογήσουν. Το σχολείο πρέπει να ενημερώνει μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς για το τι σημαίνει εκφοβισμός, τις συνέπειές του καθώς και πως αντιμετωπίζεται. Οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να αναγνωρίζουν το φαινόμενο αυτό και να αναπτύσσουν προγράμματα ή τεχνικές παρέμβασης για εκτόνωση του φαινομένου. Τα παιδιά θα πρέπει να ενημερώνονται συνέχεια, τόσο απ' το σχολείο όσο και από τους γονείς τους, να μην κρατάνε μυστικό τον εκφοβισμό που τυχόν δέχονται απ' τους συμμαθητές τους, αλλά να εμπιστεύονται κάθε τους προβληματισμό στους ενήλικες και να ζητάνε τη βοήθειά τους. Μπορεί να είναι ο γονιός, ένας δάσκαλος, ο διευθυντής του σχολείου ή και ο προπονητής ενός αθλήματος.

   Επίσης, καθήκον του κάθε γονέα είναι να εξασφαλίσει μια ουσιαστική επικοινωνία με το παιδί του και να του δείξει πως να αντιμετωπίζει το φαινόμενο, ενισχύοντας φυσικά την αυτοπεποίθησή του. Το κάθε παιδί πρέπει να φτάσει σε σημείο να νιώθει δυνατό να υπερασπιστεί τον εαυτό του.Πρέπει να αφιερώνουν ουσιαστικό και ποιοτικό χρόνο στο παιδί τους, να το ενθαρρύνουν να δημιουργεί ουσιαστικές φιλικές σχέσεις, να μην ανέχονται τον εκφοβισμό καθώς να φροντίζουν ώστε το παιδί τους να βρίσκει διεξόδους και να εκτονώνει δημιουργικά την ενεργητικότητά του. Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι οι συμβουλές ενός ειδικού, όταν νιώθουν ότι δεν μπορούν να βοηθήσουν επαρκώς, είναι χρήσιμες.

   Για οποιαδήποτε μορφή bullying το σχολείο οφείλει αυστηρή εφαρμογή των κανόνων ενάντια στο νταηλίκι και κοινοποίησή του στο σχολικό περιβάλλον. Οι ποινές μπορεί να είναι από μια συγγνώμη στο θύμα, μια αναθεώρηση των προσδοκιών για τον μαθητή ή μια συνάντηση και συζήτηση με τους γονείς αυτού του παιδιού, μέχρι και την αποβολή του μαθητή από το σχολείο. Τέλος, το παιδί-θύμα πρέπει να παραμένει ήρεμο απέναντι στο νταηλίκι, να δείξει ότι δεν φοβάται και να προσπαθήσει να γίνει μέλος μιας ομάδας ώστε να έχει μεγαλύτερη υποστήριξη.